- φυή
- και δωρ. τ. φυά, ἡ, Α1. σωματική ανάπτυξη, σωματική διάπλαση, ιδίως αρμονική2. (για φυτό) ανάπτυξη, βλάστηση3. η φυσική δύναμη τού ανθρώπου («φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει», Πίνδ.)4. ηλικία5. υπόσταση6. μορφή υπό την οποία εμφανίζεται κάτι («νεφροὶ τὴν φυὴν ἀδενώδεες», Αρετ.)7. γένος, φυλή («καὶ μερόπων δὲ φυὴν ἐγερήραμεν», Ανθ. Παλ.)8. ετήσια παραγωγή9. (κατά το λεξ. Σούδα) «βλάστησιν, αὔξησιν ἡλικίας».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ- τού ρ. φύω / φύομαι (βλ. λ. φύω)].
Dictionary of Greek. 2013.